ηδυφανής

ηδυφανής
-ές (Α ἡδυφανής, -ές)
νεοελλ.
(ορυκτ.) το αρσ. ως ουσ. ο ηδυφανής
αρσενικικό και χλωριούχο ορυκτό τού ασβεστίου και τού μολύβδου
αρχ.
1. ο φαινομενικά γλυκός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυφανές
η φαινομενική γλυκύτητα, η φαινομενική νοστιμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -φανής (< φαίνω, πρβλ. παθ. αορ. β' ε-φάν-ην), πρβλ. α-φανής, εμ-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ELECTRUM — Graecis Ἤλεκτρον, vox est ἐκ τῶ πολλὰ σημαινουσῶν. Apud Aristophan. enim Equit. Ἐκπιπτουσῶν τῶ ἠλεκτρων, καὶ τȏυ τόνου οὐκέτ᾿ ενόντος, Ἤλεκτραclavi sunt ex electro, quibus muniebantur pedes lectorum. Electrum enim spuma auri seu purgamentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”